αμιλλητηρ

αμιλλητηρ
    ἁμιλλητήρ
    -ῆρος adj. состязающийся (в беге), т.е. быстро движущийся, стремительный
    

(τρόχοι ἡλίου Soph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αμιλλητηρ" в других словарях:

  • αμιλλητήρ — ἁμιλλητὴρ ( ῆρος), ο (Α) αυτός που αμιλλάται, που συναγωνίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμιλλῶμαι + παραγ. κατάλ. τήρ. ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀμιλλητήριος] …   Dictionary of Greek

  • ἁμιλλητῆρα — ἁμιλλητήρ racing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμιλλητῆρας — ἁμιλλητήρ racing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμιλλητῆρες — ἁμιλλητήρ racing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμιλλητῆρι — ἁμιλλητήρ racing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμιλλητήριος — ἁμιλλητήριος, α, ον (AM) [ἁμιλλητήρ] αυτός που είναι σχετικός με την άμιλλα ή ρέπει προς την άμιλλα, ο αγωνιστικός 2. φιλόνικος, εριστικός …   Dictionary of Greek

  • αμιλλώμαι — ( άομαι) (Α αμιλλῶμαι) αγωνίζομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω κάποιον, να φανώ ή να γίνω ανώτερος από αυτόν διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι νεοελλ. είμαι εφάμιλλος, ισάξιος με κάποιον ή κάτι αρχ. 1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»